Όλοι μας έχουμε ανάγκη από ανθρώπους στη ζωή μας που να μας αγαπούν, να μας καταλαβαίνουν, να μας ακούνε και να μας στηρίζουν. Ωστόσο, υπάρχουν φορές που ίσως αμφιβάλλουμε για την παρουσία τους δίπλα μας, σταδιακά νιώθουμε ότι χάνουμε την εμπιστοσύνη μας προς αυτούς και ανησυχούμε ότι θα τους χάσουμε από κοντά μας. Όταν όμως η σκέψη αυτή αρχίζει να κυριαρχεί στο μυαλό μας, τότε νιώθουμε ότι με κάθε ευκαιρία οι άλλοτε φίλοι μας μας απομακρύνουν από τη ζωή τους, ακόμα και αν η συμπεριφορά τους δεν αποδεικνύει πραγματικά το γεγονός αυτό. Έτσι, και εμείς είτε παίρνουμε αποστάσεις από εκείνους, ώστε να αποφύγουμε μια ενδεχόμενη εγκατάλειψη είτε πιέζουμε για περισσότερο χρόνο και προσοχή, κάτι που συνοδεύεται από έντονο άγχος και καθόλου υπομονή, μια συμπεριφορά που επίσης μπορεί να κουράσει και να απομακρύνει τους άλλους από γύρω μας. Ας δούμε όμως από που πηγάζει και τι είδους συμπεριφορές συνοδεύουν το φόβο εγκατάλειψης.
Συνήθως αυτός ο φόβος πηγάζει από την παιδική ηλικία και σχετίζεται με την απώλεια ενός σημαντικού προσώπου στη ζωή μας καθώς και με την ελλιπή ή συναισθηματικά μη διαθέσιμη στάση του γονέα. Όλοι μας στην ηλικία αυτή προσκολλώμαστε από τους γονείς ή κηδεμόνες μας, μια συμπεριφορά που σκοπό έχει την επιβίωσή μας και συνοδεύεται από την προσδοκία για λήψη φροντίδας. Είναι ένα υγιές ένστικτο, που συμβάλλει στη διαμόρφωση της πρώτης σχέσης του παιδιού, και είναι καθοριστικό για την ανάπτυξή του, καθώς μέσα από την αλληλεπίδραση με το γονέα μαθαίνει πως να σχετίζεται με τον κόσμο γύρω του.
Επομένως, αν ο ρόλος του γονέα απέναντι στο παιδί από την πρώτη κιόλας στιγμή της ζωής του είναι αποστασιοποιημένος και μη συναισθηματικά διαθέσιμος, τότε είναι αναμενόμενο το παιδί αρχικά να αναζητήσει την προσοχή και τη σημασία π.χ. κλαίγοντας αλλά, αν συνεχίσει να μην λαμβάνει ανταπόκριση συνεχόμενα και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τότε μεγαλώνοντας σταματά να προσπαθεί και αποσύρεται και εκείνο από την προσπάθεια. Όμως ο τρόπος αυτός που έμαθε να σχετίζεται με το γονέα έχει πια εσωτερικευθεί και γεννά δυσλειτουργικούς τρόπους αλληλεπίδρασης στις μετέπειτα σχέσεις του ανθρώπου, οι οποίοι εφαρμόζονται και διαιωνίζονται σε ασυνείδητο επίπεδο. Για παράδειγμα, χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι οι άνθρωποι με φόβο εγκατάλειψης να αναζητούν ανθρώπους εξαρχής συναισθηματικά μη διαθέσιμους στις σχέσεις, όπως το πρότυπο του γονέα με το οποίο μεγάλωσαν, οι οποίοι είναι πολύ πιθανόν αργά η γρήγορα να τους εγκαταλείψουν.
Φυσικά υπάρχει και το ενδεχόμενο απώλειας ενός εκ των γονέων από τη ζωή του παιδιού, κάτι που αμέσως δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας, καθώς ο άνθρωπος με τον οποίο σχετιζόταν δεν είναι πια δίπλα του. Στην περίπτωση αυτή το τραύμα είναι μεγάλο και ο άνθρωπος στην προσπάθεια του να διαχειριστεί την απώλεια είτε αναζητά έντονα και βιαστικά τη δέσμευση στις σχέσεις με το να γατζώνεται από τους άλλους για να “θεραπεύσει” το τραύμα, είτε αποφεύγει τις δεσμεύσεις φοβούμενος μια νέα ενδεχόμενη απώλεια και εγκατάλειψη.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, στους ανθρώπους με φόβο εγκατάλειψης παρατηρείται να κυριαρχεί η πεποίθηση ότι “αφού με εγκατέλειψαν οι γονείς μου, τότε θα με εγκαταλείψουν και όλοι οι άλλοι” ή οποία μέσα από δυσλειτουργικές συμπεριφορές όπως οι παραπάνω, οδηγούν στην επιβεβαίωση του φόβου. Κατ’ επέκταση καλλιεργούν και διαιωνίζουν ρόλους, που τους καθιστούν ανασφαλείς και υποχωρητικούς αλλά πολλές φορές και ιδιαίτερα απαιτητικούς και χειριστικούς με τους άλλους. Η ψυχοθεραπεία από την πλευρά της βοηθά στην αναγνώριση αυτού του δίπολου και στην αντικατάσταση των ρόλων αυτών με πιο λειτουργικούς, ώστε να είναι ικανοί να δημιουργούν σχέσεις εμπιστοσύνης και πρωτίστως να εμπιστεύονται τον εαυτό τους σε σταθερή βάση.